μελέτη

μελέτη
I
Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν μία από τις τρεις Μούσες, σύμφωνα με την πρώτη τους διαίρεση. Είναι επίσης γνωστή και ως Μελετώσα. Οι τρεις Μούσες ονομάζονταν Αοιδή, Μ. και Μνήμη ή Μούσα θεά ή Υμνώ. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι Μούσες ήταν τέσσερις και ονομάζονταν Νήτη, Μέση, Υπάτη και Πολυμάθεια. Οι Μούσες καθιερώθηκαν ως εννέα σε μεταγενέστερη περίοδο.
II
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 22 μ., 626 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού και σε απόσταση 10 χλμ. Δ. της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγείρου.
* * *
(I)
η (ΑM μελέτη, Α δωρ. τ. μελέτα)
η ενέργεια τού μελετώ, επισταμένη έρευνα, ανάλυση και σπουδή για εκμάθηση ή κατανόηση (α. «η μελέτη τών ηθών και τών εθίμων τού λαού» β. «μελέτη δὲ πάλιν καινὴν ἐμποιοῡσα ἀντὶ τῆς άπιούσης μνήμην σώζει τὴν επιστήμην», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. μεθοδική διαπραγμάτευση και έκθεση, ιδίως γραπτή, ενός ειδικού θέματος, πραγματεία («μελέτη για το θέατρο τής Επιδαύρου»)
2. συστηματικός επιστημονικός σχεδιασμός και προγραμματισμός τής κατασκευής ενός έργου («η μελέτη για το μετρό θα ολοκληρωθεί σύντομα»)
3. διάβασμα, ανάγνωση μαθημάτων («απόψε έχω πολλή μελέτη»)
μσν.
1. σκοπός, σχέδιο, πρόθεση
2. σκέψη, ενθύμηση
μσν.-αρχ.
φροντίδα, πρόνοια, επιμέλεια, μέλημα, μέριμνα («μελέτη δὲ τοι ἔργον ὀφέλλει», Ησίοδ.)
αρχ.
1. (σχετικά με στράτευμα) εκγύμναση, άσκηση, γυμνάσια («καὶ ἐμπειρότεροι ἐγένοντο μετὰ κινδύνων τὰς μελέτας ποιούμενοι», Θουκ.)
2. (σχετικά με ρήτορα) δημηγορία, απαγγελία λόγου
3. (σχετικά με υποκριτή) άσκηση, δοκιμή, πρόβα
4. θέμα, υπόθεση συζήτησης, ιδίως ρητορικής («μελέταν δὲ σοφισταῑς Διὸς ἕκατι πρόσβαλον σεβιζόμενοι», Πίνδ.)
5. διάλεξη, μάθημα, διδασκαλία
6. ανησυχία, έγνοια, σκοτούρα («μελέτη κατατρύχεσθαι», Ευρ.)
7. επιτήδευμα, ασχολία
8. εθισμός, συνήθεια
9. έθος, έθιμο («ἅς oἱ πατέρες ἡμῑν παρέδοσαν μελέτας», Θουκ.)
10. ιατρ. επιμελής χρήση, καλή μεταχείρηση
11. (σχετικά με αρρώστια) απειλητικό σύμπτωμα ή ανησυχητική κατάσταση
12. φρ. «μελέτην ἔχω τινός» — φροντίζω για κάτι, επιμελούμαι κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μελετῶ (πρβλ. ἀγάπη < ἀγαπῶ)].
————————
(II)
μελέτη, ἡ (Α)
άλλη ονομασία τού φυτού χαμαιλέων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μελέτη — care fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελέτη — care fem nom/voc sg (attic epic ionic) μελετάω take thought pres imperat act 2nd sg (doric) μελετάω take thought pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) μελετάω take thought imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελέτῃ — Μελέτη care fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελέτῃ — μελέτη care fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελέτη — η 1. συστηματικό διάβασμα και έρευνα για μάθηση διάφορων πραγμάτων: Για να πετύχεις στις εξετάσεις χρειάζεται πολλή μελέτη. 2. μεθοδική ανάλυση και έκθεση κάποιου θέματος, γραπτή εργασία, πραγματεία: Έγραψε μια μελέτη για το Βυζάντιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μελετῇ — μελετάω take thought pres subj mp 2nd sg (doric) μελετάω take thought pres ind mp 2nd sg (doric) μελετάω take thought pres subj act 3rd sg (doric) μελετάω take thought pres ind act 3rd sg (doric) μελετάω take thought pres subj mp 2nd sg (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελέτη τὸ πᾶν. — См. Навык мастера ставит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μελέτη πάντα δύναται. — См. Терпенье и труд все перетрут …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δυναμική οικονομική — Μελέτη των διακυμάνσεων του οικονομικού συστήματος κατά τη διαδρομή του χρόνου. Πριν από μερικές δεκαετίες η πλειονότητα των οικονομολόγων περιοριζόταν στη μελέτη της φιλελεύθερης –κυρίως συναλλακτικής– οικονομίας ως ένος στατικού μηχανισμού.… …   Dictionary of Greek

  • γραμματική — Μελέτη των κανόνων μιας γλώσσας και ιδιαίτερα του μορφολογικού μέρους της (πτώσεις, κλίσεις κλπ.). Εφόσον η διδασκαλία και η εκμάθηση ενός οποιουδήποτε κανόνα της ορθής ομιλίας προϋποθέτει την περιγραφή μιας καθορισμένης γλωσσικής κατάστασης, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”